Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

ΛΕΦΤΑ ΥΠΗΡΧΑΝ!!!

OK, OK, OK!
Το παραδέχομαι, σας έγραψα! Δεν πιστεύω να περιμένετε συγγνώμες κι αηδίες, απλώς βαριόμουν να γράψω...
Και τι να γράψω δηλαδή; Για την κατάντια της Ελλάδας; Για το μνημόνο; Για το πολυνομοσχέδιο; Για τις μειώσεις των μισθών και τις αυξήσεις των φόρων; Για τις χυδαίες δηλώσεις του Πάγκαλου; Ή για την ανακοίνωση της NASA, η οποία όλως τυχαίως έγινε στις μέρες της διαρροής των αμερικανικών εγγράφων, η οποία διαρροή έγινε ακόμα πιο τυχαία, παρά την ύψηστη σημασία τους, άρα και την ασφάλεια με την οποία τα φυλούσαν; Μάλλον για την εμφάνιση της... Patty!!! Oh yeah!!!

Τσπ, I 'll give it a shot...







Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ



Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
Νίκος Καββαδίας
Πρωί.
‘Καλημέρα’ ακούω μια φωνή.
Ψεύτικη είναι κι αυτή.
Σαν το κάλπικο νόμισμα
που βρίσκω στο δρόμο.
Σαν την ανίερη προσευχή,
που δε λέει να σβήσει,
από τα χείλη των ανθρώπων
που υποκριτικά εκπροσωπούν
τον θεϊκό και ανθρώπινο Νόμο.
Στην ηλιόλουστη πλατεία,
ένα ρολόι καρτερικά μετράει
το χρόνο που πίσω δε γυρνάει.
Λόγια από παντού, δίχως ουσία.
Ψεύτικες χαρές κι ευγένειες,
που οι άνθρωποι τους δίνουν αξία.
Για τα πορνό και τη ζωή,
για τα ματς και την πολιτική,
για τα μεσημεριανά και τον Θεό.
Δεν έχει σημασία το θέμα.
Δε διαφέρει τούτο από αυτό.
Όλα είναι αναίτια.
Ψέματα χοντροκομμένα μα και καλαίσθητα.
Μοιάζουν αληθινά, κι ας είναι ψεύτικα.

Μεσημέρι.
Σε μια βρώμικη ταβέρνα,
ο δρόμος μ’ έχει φέρει.
Μια θλιβερή φωνή απ’ τα ηχεία,
θρηνεί κάποιαν Ελένη,
που δεν έχει φταίξει κι όμως πληρώνει.
Της Ελλάδας το σταυρό σηκώνει.

Απόγευμα.
Φωτισμένη όλη η πόλη.
Τα Κάστρα,
οι οδοί,
το λιμάνι.
Από τον Άι-Δημήτριο
μυρίζει έντονα λιβάνι.
Υποτίθεται μας εξαγνίζει,
όμως εμένα μου φέρνει αηδία.
Θεός και εκκλησία,
συμβολισμός και δοξασία,
ποίηση και ομοιοκαταληξία.
Σύγχυση που σπέρνει δυστυχία,
και φυλακίζει του μυαλού τη φαντασία.

Βράδυ.
Απαλά ο Μορφέας.
μ’ ένα του χάδι,
μας φανερώνει έναν κόσμο απατηλό.
Αρχαία οράματα,
επαναστάσεις, ιδεολογίες,
σκέψεις ιδανικές και θείες.
Τα όνειρά μου.
Ό, τι πιο αληθινό έχω σ’ αυτήν την πόλη.
Θεσσαλονίκη, η πόλη των ονείρων,
των φαντασμάτων του μυαλού,
των θρύλων.
Όμως το πρωινό θα ξανάρθεί,
η αυγή θα φανεί.
κι η πόλη θα μου ροκανίζει
και πάλι την ψυχή.

Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ


Ι

Προχωράνε συνεχώς,
μέσα σε παρθένα δάση.
Στο σκοτάδι το βαθύ,
αναζητάνε φως.

ΙΙ

Κι όλο προχωρούν.
Διαρκώς ψάχνουν αλήθειες.
Στη Γη,
στον Παράδεισο,
στην Κόλαση.
Στο χώμα,
στον αέρα,
στη φωτιά.
Στα βλέμματα που καρτερούν,
μέσα στα σκοτεινά.
Στα βιβλία,
στο ποτό,
στα ναρκωτικά.
Στα όνειρα που κάνανε παιδιά.
Στα ποτάμια,
στις λίμνες,
στους ωκεανούς.
Στα δελφίνια που χοροπηδούν,
μες’ στους αφρούς.
Όλο αναζητούν.

ΙΙΙ

Όλο αναζητούν και προχωρούν.
Κάποτε, κάτι θα βρουν,
με τους υπόλοιπους ανθρώπους,
για να μοιραστούν.
Κι αυτοί,
μ’ αχαριστία περισσή,
-όλοι δεν είμαστε αχάριστοι,
εξάλλου;-
θα τους απαρνηθούν.
Σαν τον τρελό κάθε χωριού,
που τραγουδά αδίκως.
Σαν τον σκλάβο,
που ξύπνησε κι είδε την αλήθεια.
Σαν την Κασσάνδρα,
καταραμένοι να μην τους ακούν.
Σαν τον Τειρεσία,
τυφλώθηκαν για να δουν.
Απόκληροι και ξένοι.

ΙV

Κι όμως, όλο προχωρούν.
Κι ας είναι αδικημένοι.
Από θεούς κι ανθρώπους,
πλέον ξεχασμένοι.
Αυτοί προχωρούν,
και πάντοτε θα προχωρούν.
Όσα κι αν περάσουν χρόνια.
Θα προχωρούν αιώνια.

V

Κι όταν έρθει ο καιρός,
για τη ζωή τους να κριθούν,
ίσως κι ο ίδιος ο Κριτής,
να τους γυρίσει την πλάτη.
-Ποιος πιστεύει άλλωστε,
στη δικαιoσύνη;-
Κι ίσως, προτού τους καταδικάσει,
να τους αφήσει ν’ απολογηθούν.
Τότε κι εκείνοι,
όλα τα πλούτη πού ‘χουν μάσει,
όποια αλήθεια,
όποια ιδέα,
όποια αξία,
όποια έχουν βρει ουσία,
θα διηγηθούν.
Και τα νοήματα του κόσμου,
επιτέλους θα αποκαλυφθούν.

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

ΚΑΙ Ο ΠΥΡΕΤΟΣ ΝΑ ΚΑΙΕΙ…


Και ο πυρετός να καίει…
Και να βλέπω εμπρός μου,
Τόπους μυστηριακούς.
Ό, τι χωράει ο νους,
Νά ‘ναι φίλος κι εχθρός μου.

Και ο πυρετός να καίει…
Και μελαψές γυναίκες,
Λάγνα ν’ αγκομαχάνε.
Τριγύρω να κοιτάνε,
Ανήθικα οι ψεύτες.

Και ο πυρετός να καίει…
Και Φράγκοι Σταυροφόροι,
Να πολεμούν αγγέλους,
Δαιμόνους ξεχασμένους,
Για τα’ ανίερα Όρη.

Και ο πυρετός να καίει…
Κι άνδρες μελλοθάνατοι,
Φυματικοί στους δρόμους,
Να κουβαλούν στους ώμους,
Μια σκιά αθάνατη.

Και ο πυρετός να καίει…
Και πεινασμέν’ η Πλάση,
Στωικά να καρτερεί,
Μία νύχτα θλιβερή
Που’ θέ να μας δικάσει.

*****

Μου είπανε στην άλλη την πλευρά,
Πως άγρια παραμιλούσα,
Καθώς κοντά τους με καλούσαν,
Πλάσματα με σπασμένα τα φτερά.

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

ΖΩΗ


Λευκά κουρέλια από μετάξι,
Φοράς σαν περιμένεις να χαράξει.
Τα μάτια σου αρραβωνιάζονται το φως,
Ο ήλιος μοιάζει δίπλα σου φτωχός.

Το πρόσωπό μου έντονα κοιτάς,
Αγνά και λάγνα μου χαμογελάς.
Από άγιο μάρμαρο το κορμί σου,
Εικόνισμα η ιερή μορφή σου.

Θεά Εσύ! Κι εγώ αμαρτωλός.
Άνθρωπος άπιστος και ποταπός.
Η ασχήμια μου είναι τόσο φανερή.
Η αγάπη μου για Σένανε, κρυφή.

Ποιο πλάσμα να μη Σε αγαπήσει;
Σε Σέ στηρίζεται όλη η φύση.
Στον κόσμο, Εσύ μονάχα βασιλεύεις.
Την πλάση Σου, όλη διαφεντεύεις.

Παντού Εσύ! Μα εγώ μονάχος.
Μονάχος, Σου φωνάζω με πάθος:
-Σε παρακαλώ, στο σκοτάδι μη μ’ αφήνεις!
Εσύ τη δίψα της ψυχής μου σβήνεις.

Εσένα ποθώ, Εσέ ζητάω,
Εσέ με λυγμούς παρακαλάω.
Να μη μου λες ψυχρά, -πόσο λυπάμαι!-
Γιατί δίχως Εσένανε, φοβάμαι!-

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ


Στη φίλη μου, Μήνα Μαρκάκη

Παίζαμε ‘κορώνα ή γράμματα γελώντας.
Γιατί το άσπρο χέρι σου κρύβει το νικητή;
Ένα μαχαίρι δίπλα σου και τη ζωή αγαπώντας,
Το πέταξες με δύναμη στης θάλασσας τη γη.

Δύο μάτια δίχρωμα, αδιάφορα κοιτούν,
Του κόσμου τις άφθαρτες αράδες για να μάθουν.
Θα περάσει όμως ο καιρός, κάποια μέρα θα φθαρούν,
Και εκείνα το μήνυμα ποτέ τους δε θά 'χουν.

Και όμως! Τόσο έξυπνη, τόσο ικανή!
Στους κόλπους του μυαλού σου χωρά ο κόσμος όλος!
Αδάμαστ’ η περιέργειά σου, σε κρύα φυλακή,
Την έχεις κλείσει κι έμεινε φύλακας ο χρόνος.

Για τους άγνωστους, ψυχρός κι ανέγγιχτος πάγος.
Άχρωμη, άοσμη, δίχως λόγο και αιτία.
Κι όμως, τυχεροί όσοι τους φανερώθηκε ο μάγος,
Με της ψυχής σου τη μυστήρια τη μαγεία.

Το νόμισμα γυρνά, λαμποκοπούν δυο όψεις.
Τόσο διαφορετικές, όμως και τόσο ίδιες.
Σαν του από καιρό χαμένου μαχαιριού τις δυο κόψεις,
Που βαθιά σε κάθε θάλασσα θαρρείς πως είδες.




Μηνούλα μου, το άλλαξα λίγο...

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΦΩΝΩΝ


Mουρμουρητά και ήχοι,
Σαν της καρδιάς μου χτύποι,
Ηχούν μες στο μυαλό μου.

Τύμπανα που χτυπούνε,
Σκυλιά που αλυχτούνε,
Στο πέρασμα του χρόνου.

Παίζει αυλό ο Πάνας,
Στριγκοί λυγμοί μιας μάνας,
Που’ χασε το παιδί της.

Καμπάνες κουδουνίζουν,
Μικρά παιδιά στριγκλίζουν,
Να ενωθούν μαζί της.

Συμφωνία των φωνών,
Ψιθύρων και ουρλιαχτών,
Παίζουν με τον αγέρα.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΟΥ ΤΑΞΙΔΙ


Όλη μου τη ζωή ονειρευόμουνα ταξίδια.
Άγνωστες χώρες, ξωτικές, πάντοτε λαχταρούσα.
Του τόπου μου τα σύνορα με ζώναν σαν τα φίδια.
Αργά μου σφίγγαν το λαιμό, γοργά ασφυκτιούσα.

Στον ορίζοντα δεν υπήρχαν όρια για μένα.
Με τα δυο μου μάτια έβλεπα κάμπους και κοιλάδες.
Σ’ έναν μυστήριο αράπη χτύπησα με χένα,
Μια σκούρη γκρίζα άγκυρα, στολισμένη με χάντρες.

Αποχαιρετούσα τα πλοία από το λιμάνι.
Να με πάρουνε μαζί τους, κρυφά παρακαλούσα.
Στη ζωή μας όμως, η θέληση ποτέ δε φτάνει.
Με δακρυσμένα τα μάτια, να φεύγουν τα κοιτούσα.

Τώρα, που για το ταξίδι μου το πρώτο ξεκινώ,
Δεν ξέρω πώς να αισθανθώ, δεν ξέρω πώς να νιώσω.
Πάντοτε πίστευα πως βαθιά μέσα μου θα χαρώ.
Τώρα όμως φοβάμαι ότι θα το μετανιώσω.

Δεν ξέρω πώς θα φύγω. Με τραίνο, μ’ αεροπλάνο;
Αν είμαι τυχερός, θα έρθει να με πάρει πλοίο.
Ψάρια του γλυκού νερού στο ταξίδι μου θα πιάνω.
Στον καραβοκύρη σαν όβολο θα δώσω δύο.

Κι αφού περάσω στ’ Αχέροντα την άλλη την πλευρά,
Μυθικά πλάσματα θα’ ρθουν να με προϋπαντήσουν.
Εφτά μέρες θα ταξιδεύω παρέα με θεριά,
Ώσπου την όγδοη μέρα, στο τέλος θα μ’ αφήσουν.

Στης εκκλησιάς κάθομαι την κρήνη.
Κάθομαι μονάχος μου και κλαίω.
Της ζωής το πρώτο μου ταξίδι.
Το πρώτο, μα και το τελευταίο.