Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ



Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
Νίκος Καββαδίας
Πρωί.
‘Καλημέρα’ ακούω μια φωνή.
Ψεύτικη είναι κι αυτή.
Σαν το κάλπικο νόμισμα
που βρίσκω στο δρόμο.
Σαν την ανίερη προσευχή,
που δε λέει να σβήσει,
από τα χείλη των ανθρώπων
που υποκριτικά εκπροσωπούν
τον θεϊκό και ανθρώπινο Νόμο.
Στην ηλιόλουστη πλατεία,
ένα ρολόι καρτερικά μετράει
το χρόνο που πίσω δε γυρνάει.
Λόγια από παντού, δίχως ουσία.
Ψεύτικες χαρές κι ευγένειες,
που οι άνθρωποι τους δίνουν αξία.
Για τα πορνό και τη ζωή,
για τα ματς και την πολιτική,
για τα μεσημεριανά και τον Θεό.
Δεν έχει σημασία το θέμα.
Δε διαφέρει τούτο από αυτό.
Όλα είναι αναίτια.
Ψέματα χοντροκομμένα μα και καλαίσθητα.
Μοιάζουν αληθινά, κι ας είναι ψεύτικα.

Μεσημέρι.
Σε μια βρώμικη ταβέρνα,
ο δρόμος μ’ έχει φέρει.
Μια θλιβερή φωνή απ’ τα ηχεία,
θρηνεί κάποιαν Ελένη,
που δεν έχει φταίξει κι όμως πληρώνει.
Της Ελλάδας το σταυρό σηκώνει.

Απόγευμα.
Φωτισμένη όλη η πόλη.
Τα Κάστρα,
οι οδοί,
το λιμάνι.
Από τον Άι-Δημήτριο
μυρίζει έντονα λιβάνι.
Υποτίθεται μας εξαγνίζει,
όμως εμένα μου φέρνει αηδία.
Θεός και εκκλησία,
συμβολισμός και δοξασία,
ποίηση και ομοιοκαταληξία.
Σύγχυση που σπέρνει δυστυχία,
και φυλακίζει του μυαλού τη φαντασία.

Βράδυ.
Απαλά ο Μορφέας.
μ’ ένα του χάδι,
μας φανερώνει έναν κόσμο απατηλό.
Αρχαία οράματα,
επαναστάσεις, ιδεολογίες,
σκέψεις ιδανικές και θείες.
Τα όνειρά μου.
Ό, τι πιο αληθινό έχω σ’ αυτήν την πόλη.
Θεσσαλονίκη, η πόλη των ονείρων,
των φαντασμάτων του μυαλού,
των θρύλων.
Όμως το πρωινό θα ξανάρθεί,
η αυγή θα φανεί.
κι η πόλη θα μου ροκανίζει
και πάλι την ψυχή.